- ἐρατοπλόκαμος
- ἐρᾰτο-πλόκᾰμος, ον,A = ἐρασιπλόκαμος, Orph.H.44.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρατοπλόκαμον — ἐρατοπλόκαμος masc/fem acc sg ἐρατοπλόκαμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατοπλόκαμε — ἐρατοπλόκαμος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατοπλόκαμ' — ἐρατοπλόκαμα , ἐρατοπλόκαμος neut nom/voc/acc pl ἐρατοπλόκαμε , ἐρατοπλόκαμος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)